-
1 αλυτος
21) неразрывный, нерасторжимый(πέδαι Hom.; δεσμοί Hom., Aesch., Plat., Plut.; φιλία Plut.)
2) нерушимый, непоколебимый, надежный(τὰ ἐνέχυρα Plut.)
3) неотвратимый, неизбежный(πολέμοιο πεῖραρ Hom.)
4) неопровержимый, непреложный(τεκμήριον Arst.)
5) непрерывный, сплошной(κύκλος Pind.)
7) нерастворимыйἄ. ὑγρῷ Arst. — нерастворимый в воде
8) нерастворенный Plat. -
2 ενεχυρον
τό залог, обеспечение(ἐ. τι ὑποτιθέναι и ἀποδεικνύναι Her. или τιθέναι Arph., Polyb., Plut.; ἐνέχυρα λαμβάνειν Xen.; ἐπ΄ ἐνεχύρῳ δοῦναι Dem.)
-
3 λυσιμος
21) освобождающий, разрешающий(μέλη Aesch.)
2) могущий быть высвобожденным, возвратимый(ἐνέχυρα Plat.)
3) разрешимый или опровержимый(συλλογισμός Arst.)
См. также в других словарях:
ἐνέχυρα — ἐνέχυρον pledge neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεχυράσαι — ἐνεχυρά̱σᾱͅ , ἐνεχυράζω take a pledge from fut part act fem dat sg (doric) ἐνεχυρά̱σᾱͅ , ἐνεχυράζω take a pledge from fut part act fem dat sg (doric) ἐνεχυράζω take a pledge from aor inf act ἐνεχυράσαῑ , ἐνεχυράζω take a pledge from aor opt act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεχυρασίαις — ἐνεχυρᾱσίαις , ἐνεχυρασία taking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεχυρασίαν — ἐνεχυρᾱσίᾱν , ἐνεχυρασία taking fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TRIERARCHUS — in Rep. Atheniensi dicebatur, qui navem bellicam armamentaque navalia et eius generis alia, praebebat. Ulpianus, Τριήραρχός ἐςτιν ὁ ναῦν παρεχόμενος πολεμικην` καὶ οκεύη τῇ νηΐ καὶ ὅσα τοιαῦτα. Cui muneri obeundo ditissimi quique assignabantur,… … Hofmann J. Lexicon universale
ενέχυρο — Παρεπόμενο εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο αποβλέπει στην εξασφάλιση μιας απαίτησης (που μπορεί να είναι και μελλοντική ή υπό αίρεση) καθώς και των τόκων, της ποινικής ρήτρας, των δαπανών κλπ., που προκύπτουν από την απαίτηση αυτή. Ε. μπορεί να… … Dictionary of Greek
εναποτιμώ — ἐναποτιμῶ ( άω) (Α) υπολογίζω κατ εκτίμηση την αξία ενός αντικειμένου («τὰ ἐνέχυρα πρὸς τὴν ἀξίαν ἐναποτιμηθῆναι ἐκέλευσε», Δίων Κάσ.) … Dictionary of Greek
ενεχυροδανειστήριο(ν) — το πιστωτικό ίδρυμα ή γραφείο που δίνει δάνεια με ενέχυρο, δηλ. έντοκα δάνεια που ασφαλίζονται με ενέχυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενέχυρο(ν) + δανειστήριο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
κτήσιος — Προσωνυμία του Δία ως προστάτη της ατομικής περιουσίας. Ο Κ. Δίας λατρευόταν σε αρκετές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Στην Αττική υπήρχε βωμός στον δήμο Φλύας και ένα λατρευτικό κέντρο στον Πειραιά. Ο Δημοσθένης αναφέρει ότι θυσίαζαν ένα λευκό… … Dictionary of Greek
προενεχυριάζω — Α δεσμεύω κάποιον εκ τών προτέρων με το να παράσχει ενέχυρα ή υποσχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐνεχυριάζω, μτγν. τ. τού ἐνεχυράζω] … Dictionary of Greek
υπολύω — Α [λύω] 1. λύνω ή χαλαρώνω κάτι από κάτω ή χαμηλά («πολλῶν ἀνδρῶν ὑπὸ γούνατ ἔλυσε», Ομ. Οδ.) 2. (σχετικά με άλογα ή βόδια) λύνω από τον ζυγό 3. (σχετικά με πρόσ.) ελευθερώνω, απαλλάσσω από τα δεσμά 4. λύνω και βγάζω τα παπούτσια κάποιου 5. (μέσ … Dictionary of Greek